κόρωμα

κόρωμα
το [κορώνω]
1. πύρωση, άναμμα
2. έξαψη, φλόγωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόρωμα — το, ατος 1. διαπύρωοη, πυράκτωση. 2. έξαψη, ερεθισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόρωση — η [κορώνω] το κόρωμα …   Dictionary of Greek

  • έξαψη — η 1. θέρμανση, άναμμα και μτφ., διέγερση των ψυχικών λειτουργιών, παραφορά, κόρωμα, ξέσπασμα οργής. 2. (ιατρ.), παροδικό αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο, που συνοδεύεται με κοκκίνισμα, εξαιτίας κυκλοφοριακής ανωμαλίας από σωματικά ή ψυχολογικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”